Musica Greca



Νότες και συναισθήματα...


Α ρ χ α ί α      Ελ λ η ν ι κ ή      Μ ο υ σ ι κ ή  


Ιστορία της αρχαίας ελληνικής μουσικής

Το αρχαιότερο μουσικό όργανο που έχει ανακαλυφθεί χρονολογείται από τη Μέση Νεολιθική περίοδο (5000 π.Χ.) και είναι μια κοκάλινη σφυρίχτρα με μια οπή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και εκτίθεται στο Μουσείο του Βόλου.

Επόμενες μαρτυρίες προέρχονται από τον
κυκλαδικό πολιτισμό της 3ης χιλιετίας π.Χ. Τα κυκλαδικά ειδώλια (Εθν. Αρχαιολογικό μουσείο) με εκτελεστές τριγώνου-άρπας, δίαυλου και σύριγγας του Πανός μαρτυρούν μια ζωντανή μουσική παράδοση ήδη από την εποχή αυτή. Μαρτυρίες διαθέτουμε και από το Μινωικό και τον Μυκηναϊκό πολιτισμό (2η χιλιετία π.Χ.) όπου πρωτοεμφανίζεται η λύρα, το σείστρο και τα κύμβαλα (ζίλια). Στα Ομηρικά έπη υπάρχουν πολλές μουσικές αναφορές ενώ γνωρίζουμε ότι τα ίδια τα ομηρικά έπη απαγγέλλονταν από τους ραψωδούς και τραγουδιόνταν με συνοδεία λύρας από τους κιθαρωδούς.

Στη λατρεία, σημαντικές μορφές όπως ο
Απόλλωνας, ο Διόνυσος και ο Ορφέας, συνδέονται άμεσα με τη μουσική.

Στους αρχαϊκούς χρόνους καθιερώνονται οι
νόμοι (επταμερή κομμάτια για αυλό, κιθάρα ή/και τραγούδι με αυστηρή δομή). Καθιερώνονται επίσης οι 7 χορδές στην λύρα και ξεκινούν αντίστοιχα με τους Ολυμπιακούς οι μουσικοί αγώνες (κιθάρα, αυλός ή/και τραγούδι). Στην κλασική εποχή, η μουσική έχοντας ενσωματώσει τις μουσικές παραδόσεις των γειτονικών πολιτισμών αποκτά πια συγκεκριμένη μορφή και σύστημα. Η τραγωδία και η κωμωδία είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη μουσική (σχεδόν όλο το κείμενο ήταν μελοποιημένο).
Φιλόσοφοι όπως ο Πυθαγόρας, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, διερευνούν τη σχέση μουσικής με τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία και την ψυχή. Διαμορφώνονται τυποποιημένα κομμάτια, όπως ο παιάν (με συνοδεία κιθάρας προς τιμήν του Απόλλωνα), ο διθύραμβος (με αυλό, λατρεία του Διονύσου), ο ύμνος, ο θρήνος, ο υμέναιος (γαμήλιο άσμα) και το σκόλιον (τραγούδι του κρασιού με αυλό ή βάρβιτο).
Τον 5ο αιώνα π.Χ. αιώνα διαμορφώνεται μια «νέα μουσική» με περισσότερη ποικιλία στους φθόγγους, τις μελωδίες και την έκφραση. Στους μετέπειτα χρόνους, συγγράφονται θεωρητικά κείμενα της μουσικής, αποκρυσταλλώνεται η
σημειογραφία, κατασκευάζονται νέα όργανα όπως η ύδραυλις, η ελληνική μουσική εξαπλώνεται σε όλον τον ελληνιστικό κόσμο, επηρεάζει εμφανώς τις μουσικές άλλων πολιτισμών, όπως της Ρώμης και της Μέσης Ανατολής και αποτελεί το διεθνές μουσικό σύστημα έως και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους. Αργότερα, τόσο η μουσική του Βυζαντίου όσο και η μουσική της Δύσης κτίζονται πάνω σ’ αυτή τη μουσική παράδοση της οποίας εμφανή κατάλοιπα παραμένουν ζωντανά έως τις μέρες μας.
 Μαρτυρίες
Βασικές μαρτυρίες για την μουσική του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού είναι:
       Γλυπτά: αγάλματα, ανάγλυφα, ειδώλια
       Απεικονίσεις: σε αμφορείς, τοιχογραφίες και μωσαϊκά
       Θεωρητικά κείμενα αρχαίων συγγραφέων που περιγράφουν το μουσικό σύστημα, τη σημειογραφία, τα όργανα, τη σχέση της μουσικής με τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά.
       Έμμεσες αναφορές από άλλα κείμενα (Όμηρος, Ιστορικοί) που περιγράφουν τη μουσική πράξη ή τη μουσική ζωή.
       Υπολείμματα αρχαίων ελληνικών μουσικών οργάνων (που βρέθηκαν συνήθως σε τάφους και ιερά)
       Μουσικά κομμάτια (τραγούδια, ύμνοι και αποσπάσματα από τραγωδίες) καταγραμμένα σε αρχαία ελληνική μουσική σημειογραφία σε πάπυρους ή ανάγλυφα (περίπου 50 από τα οποία 10 εκτενή)
Οι μαρτυρίες αυτές μας επιτρέπουν να έχουμε μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα για το μουσικό σύστημα, τα όργανα, τη μουσική ζωή και τη φιλοσοφία. Δεν μας βοηθούν όμως αρκετά στην ηχητική απόδοση του ύφους των μουσικών αποσπασμάτων. Για το λόγο αυτό οι έως τώρα εκτελέσεις διαφέρουν μεταξύ τους. Ίσως μέσα από την έρευνα των έμμεσων μαρτυριών, αλλά και από την αντιπαραβολή με γειτονικούς μουσικούς πολιτισμούς καθώς και τη σύγχρονη μουσική παράδοση καταφέρουμε μελλοντικά να έχουμε μια πιστότερη ηχητική απόδοση της αρχαίας Ελληνικής μουσικής.
Η μουσική δεν είναι πάντα μουσική
Ο όρος «
μουσική» παράγεται από τη λέξη «μούσα» (από τις 9 Μούσες, θεότητες των τεχνών). Αρχικά μουσική ονομαζόταν οποιαδήποτε καλλιτεχνική ή πνευματική ενασχόληση. (Ο Πλάτων στην Πολιτεία αναφέρει: «Ό,τι είναι για το σώμα η γυμναστική είναι για την ψυχή η μουσική»). Ειδικός όρος για τη μουσική δεν υπήρχε αλλά ανάλογα με το είδος της μουσικής πράξης χρησιμοποιούνταν αντίστοιχοι όροι: μέλος, αύλησις, κίθαρσις κ.ο.κ. Από τις 9 μούσες μάλιστα τουλάχιστον 5 προστάτευαν διαφορετικά είδη μουσικής πράξης. Ο όρος μουσική με τη σημερινή έννοια χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα π.Χ. και ύστερα. Σήμερα όλες οι δυτικές γλώσσες για να αποδώσουν την τέχνη των ήχων χρησιμοποιούν παράγωγα της αρχαιοελληνικής αυτής ρίζας (music, Musik, musica κ.ο.κ.)

Τα βασικά μουσικά όργανα της αρχαιότητας
Πολλά από τα μουσικά όργανα της αρχαιότητας έλκουν την καταγωγή τους από τους γειτονικούς πολιτισμούς (περιοχές Μικράς Ασίας, Μέσης Ανατολής και Μεσογείου). Στην Ελλάδα, όμως, αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα, αποκτώντας κλασική μορφή και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη των νεότερων και σύγχρονων μουσικών οργάνων.
Εξετάζοντας τα μουσικά όργανα στην αρχαία Ελλάδα, μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 3 κύριες κατηγορίες: τα χορδόφωνα, τα αερόφωνα και τα κρουστά.

ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
Υπήρχαν τρεις κατηγορίες: οι λύρες - κιθάρες, τα τρίγωνα - άρπες και οι πανδουρίδες (σε μορφή ταμπουρά). Όλα τα έγχορδα ήταν νηκτά δηλ. παίζονταν τσιμπώντας τις χορδές (νήττω=τσιμπώ). Έγχορδα με δοξάρι δεν μαρτυρούνται καθόλου.

Οι λύρες-κιθάρεςαποτελούν μαζί με τους αυλούς τα πιο αγαπητά όργανα στην αρχαία Ελλάδα. Η καταγωγή τους είναι από τη Μεσοποταμία. Πρώτες μαρτυρίες για λύρες συναντούμε στο ανάκτορο της Πύλου και στην Κρήτη (1400 π.Χ.). Η λύρα ήταν ταυτισμένη με τον Απόλλωνα. Σύμφωνα με τη μυθολογία την επινόησε ο Ερμής: Όταν ο Απόλλωνας (Εικ.) ανακάλυψε ότι ο Ερμής του έκλεψε τα βόδια τον καταδίωξε. Αυτός τρέχοντας για να κρυφτεί πάτησε κατά λάθος σε ένα καύκαλο χελώνας. Παρατηρώντας ότι το καύκαλο ενισχύει τον ήχο κατασκεύασε την πρώτη λύρα και τη δώρισε στον Απόλλωνα, εξευμενίζοντας έτσι τον θυμό του.
Κατασκευαστική αρχή των λυρών: Σε ένα αντηχείο από καβούκι χελώνας ή ξύλο στηρίζονται δυο βραχίονες (πήχεις). Κάθετα στους πήχεις στο πάνω μέρος εκτείνεται ο ζυγός. Οι χορδές ίσου μήκους είναι κατασκευασμένες από στριμμένο και αποξηραμένο έντερο, νεύρα ή λινάρι. Στηρίζονται σε ένα σημείο (χορδοτόνιον) πάνω στο ηχείο, περνούν πάνω από ένα καβαλάρη (μαγάδιον) και στην πάνω μεριά περιστρέφονται στο ζυγό με ένα σύστημα κλειδιών, τους κόλλοπες ή κόλλαβους, που διευκόλυναν το κούρδισμα. Οι χορδές αρχικά ήταν 3, αργότερα 4, 5 και 7 ενώ έφτασαν την περίοδο της «νέας μουσικής» και τις 12. Οι λύρες παίζονταν με το δεξί χέρι με τα δάκτυλα ή με ένα «πλήκτρον» κατασκευασμένο από κέρατο, ξύλο, κόκαλο ή μέταλλο. Το αριστερό βοηθούσε παίζοντας μεμονωμένες χορδές, πιέζοντάς τες ή αποσβένοντας τον ήχο. Οι χορδές είχαν συγκεκριμένες ονομασίες που ταυτίζονταν και με τις ονομασίες των φθόγγων (βλ. επόμενο κεφάλαιο). Υπάρχουν πολλοί τύποι λυρών με διαφορετικές ονομασίες: φόρμιγξ (η αρχαιότερη λύρα), κίθαρις ή κιθάρα, λύρα, χέλυς (=χελώνα), βάρβιτος (με μακρείς πήχεις). Οι όροι αυτοί συχνά συγχέονται στη χρήση τους.
 
Το τρίγωνον είναι μια μικρή επιγονάτια άρπα με πολλές χορδές. Τη συναντούμε στη Μ. Ανατολή ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Στην Ελλάδα μαρτυρείται στον κυκλαδικό πολιτισμό.

Πανδούρα, πανδουρίς ή τρίχορδο, με μακρύ μανίκι, ηχείο και 3 χορδές σαν ταμπουράς που παιζόταν με πλήκτρο. Χρησιμοποιόταν σπάνια στην Ελλάδα και γνώριζαν από τότε ότι δεν έχει ελληνική προέλευση αλλά Ασσυριακή.
Χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: αυλοί (με γλωσσίδι) και σύριγγες (χωρίς γλωσσίδι). Σπανιότερα χρησιμοποιούνται και άλλα πνευστά όπως η σάλπιγξ, το κογχύλι και η ύδραυλις.

Αυλοί. Ο αυλός (=σωλήνας) ή κάλαμος είναι από τα πολύ αγαπητό όργανο στην αρχ. Ελλάδα. Εμφανίζεται από τα μέσα της 3ης χιλιετίας, (κυκλαδικό ειδώλιο). Η καταγωγή του είναι μάλλον από τη Μ. Ασία και ήρθε στην Ελλάδα μέσω της Θράκης. Ένας μύθος αναφέρει ότι εφευρέθηκε από την Αθηνά ή οποία όμως όταν είδε στην αντανάκλαση των νερών πως παραμορφώνεται κατά το παίξιμο το πρόσωπό της, τον πέταξε μακριά στη Φρυγία. Εκεί τον βρήκε ο Μαρσύας ο οποίος έγινε πολύ καλός εκτελεστής καλώντας τον Απόλλωνα σε αγώνα. Ο Απόλλων νίκησε και για να τιμωρήσει το Μαρσύα τον κρέμασε και τον έγδαρε. (Ο μύθος αυτός μπορεί να ερμηνευτεί ως πάλη της εθνικής τέχνης ενάντια στην ξένη διείσδυση). Η εκτενής χρήση του αυλού ξεκινά μετά τον 8ο αιώνα όπου σταδιακά καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην ελληνική μουσική και ιδιαίτερα στη λατρεία του Διονύσου.
Ο αυλός είναι ένας σωλήνας από καλάμι, ξύλο, κόκαλο ή μέταλλο με τρύπες (τρήμματα) της οποίες ανοιγοκλείνουν τα δάκτυλα και
επιστόμιο με καλαμένια γλωσσίδα μονή ή διπλή (όπως στο σύγχρονο ζουρνά). Ο αυλητής έπαιζε σχεδόν πάντα δύο αυλούς ταυτόχρονα και τους έδενε για ευκολία με μια δερμάτινη λουρίδα στο πρόσωπό του, την φορβειά.


Σύριγξ. Με τον όρο αυτό οι αρχαίοι εννοούσαν την πολυκάλαμο σύριγγα ή σύριγγα του Πανός. Πρόκειται για μία συστοιχία 3-18 καλαμιών κλειστών από τη μία πλευρά δεμένων μεταξύ τους με κερί και λινάρι με κάθετα υποστηρίγματα. Παίζεται φυσώντας κάθε καλάμι σε γωνία. Ήταν όργανο των βοσκών και γι’ αυτό αποδιδόταν και στον Πάνα. Στην "Πολιτεία", ο Πλάτωνας παροτρύνει τους πολίτες να παίζουν μόνο λύρες, κιθάρες και βουκολικές σύριγγες απορρίπτοντας τους "πολυαρμόνιους" αυλούς και πολύχορδα, που τα θεωρούσε χυδαία.

Ύδραυλις. Είναι το πρώτο πληκτροφόρο του κόσμου και πρόγονος του εκκλησιαστικού οργάνου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.χ. από τον Έλληνα εφευρέτη Κτησίβιο, στην Αλεξάνδρεια. Πρόκειται για μια ή περισσότερες συστοιχίες αυλών με ή χωρίς γλωσσίδι και μέσω ενός μηχανισμού βαλβίδων ο εκτελεστής έχει τη δυνατότητα, κάνοντας χρήση πλήκτρων να τροφοδοτεί με αέρα επιλεκτικά κάθε αυλό. Η παροχή σταθερής πίεσης αέρα γίνεται από υδραυλικό σύστημα.

Η σάλπιγγα Η χάλκινη σάλπιγξ ήταν γνωστή από τη Μεσοποταμία και τους Ετρούσκους. Έδινε σήματα στον πόλεμο, τις αρματοδρομίες ή τις λαοσυνάξεις. Είναι όργανο της ύστερης αρχαιότητας. Εκτός από τη χάλκινη σάλπιγγα για σήματα χρησιμοποιούνταν και κογχύλια με ένα μικρό άνοιγμα στη βάση (μπουρούδες, Εικ.) ή κέρατα.

Ο ρόμβος. Είναι ξύλο σε σχήμα τραπέζιου ή ρόμβου το οποίο δένεται με σκοινί και περιστρεφόμενο παράγει δαιμονιώδη θόρυβο. Χρησιμοποιούταν σε τελετές μύησης, αλλά και στον πόλεμο για να τρομάζει τους εχθρούς.
  
ΚΡΟΥΣΤΑ
Έχουν συνοδευτικό χαρακτήρα, κυρίως, για να τονίζουν το ρυθμό, είτε να διαμορφώνουν μια ηχητική ατμόσφαιρα. Χρησιμοποιούνται περισσότερο στις οργιαστικές λατρείες της Κυβέλης και του Διονύσου.

Κρόταλα: Μοιάζουν στη χρήση με τις σύγχρονες καστανιέτες. Ήταν δύο ζευγάρια ξύλου 10-15 εκατοστών που κρατούσε στο κάθε χέρι ο εκτελεστής, κρούοντας τα ανά δύο μεταξύ τους.

Τύμπανον: Μοιάζει με μεγάλο ντέφι (νταϊρέ) δηλαδή μια ξύλινη στεφάνη με τεντωμένο δέρμα από τη μία ή και τις δύο πλευρές. Παιζόταν όπως και σήμερα δηλαδή κτυπώντας την παλάμη στο κέντρο ή με τα δάκτυλα στα άκρα. (Το τύμπανο παιζόταν αποκλειστικά από γυναίκες και ήταν ντροπή για έναν άντρα να το παίξει).


 Κύμβαλα: Είναι σαν μικρά πιατίνια, ασιατικής προέλευσης. Χρησιμοποιούνταν στη λατρεία.

 Σείστρα: Τα σείστρα αιγυπτιακής προέλευσης, είχαν σχήμα πετάλου με λαβή. Εγκάρσιες μικρές ράβδοι στήριζαν ελάσματα τα οποία ηχούσαν όταν σείονταν.

Βίντεο:
Eπέτειος 2.500 χρόνων από την Μάχη του Μαραθώνα.
Οι ηθοποιοί Λ.Κονιόρδου, Α.Καφετζόπουλος και Κ.Μαρκουλάκης διαβάζουν από την Ιστορία του Ηροδότου την περιγραφή της μάχης, υπό τους ήχους αρχαίων μουσικών οργάνων, στον Τύμβο του Μαραθώνα.


Β υ ζ α ν τ ι ν ή      Μ ο υ σ ι κ ή

Βυζαντινή Μουσική ονομάζεται η μουσική της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330-1453μ.Χ.) καθώς και η μουσική της μετέπειτα περιόδου όταν αυτή ακολουθεί το μουσικό σύστημα που καθιερώθηκε την εποχή του Βυζαντίου.
Σήμερα η Βυζαντινή μουσική χρησιμοποιείται ευρέως στις ακολουθίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σύγχρονη εκκλησιαστική εκκλησιαστική μουσική σε ένα μεγάλο μέρος της είναι δημιουργημένη μετά την βυζαντινή περίοδο, δεδομένου όμως ότι ακολουθεί την παράδοση, το σύστημα και το τυπικό της βυζαντινής περιόδου ονομάζεται έως σήμερα Βυζαντινή Μουσική.

Βίντεο:
Αγνή Παρθένε Δέσποινα- Ένας ύμνος για τη Θεοτόκο

Ιστορική αναδρομή της εκκλησιαστικής μουσικής - Ιδιαιτερότητες
Στο Βυζάντιο, ως λογική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η μουσική είχε εξέχοντα ρόλο. Για την κοσμική (μη θρησκευτική) μουσική έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Αντίθετα μας έχουν διασωθεί σημαντικές πληροφορίες για την εκκλησιαστική μουσική, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο όρος βυζαντινή μουσική συχνά συνδέεται σήμερα -εσφαλμένα- μόνο με την εκκλησιαστική μουσική.
H βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική προέρχεται από την αρχαία Ελληνική, Συριακή αλλά και Εβραϊκή θρησκευτική μουσική παράδοση.
Διακρίνονται 3 εποχές: παλαιού, μέσου και νέου μέλους.

Η εποχή του Παλαιού Βυζαντινού Μέλους ξεκινά από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους και περνώντας από την εποχή της αποκρυστάλλωσης της λειτουργίας (9ος αι.) φθάνει μέχρι το 14ο αι.
1. Από τον 1ο αιώνα ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.)
Μετά τη σταύρωση του Χριστού, οι πρώτοι χριστιανοί έκαναν κρυφές συγκεντρώσεις λατρείας. Χρησιμοποιούσαν απλές μελωδίες που γνώριζαν από την καθημερινή τους ζωή. Οι ψαλμωδίες αυτές ήταν λογικό να έχουν μουσικά στοιχεία του πολιτισμού των Εβραίων, Σύριων, Παλαιστίνιων, Ρωμαίων καθώς και στοιχεία της μουσικής παράδοσης των αρχαίων Ελλήνων (ο Μέγας Αλέξανδρος είχε συντελέσει πολύ στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού των ελληνιστικών χρόνων στη Μέση Ανατολή).
Οι πρώτοι χριστιανικοί ύμνοι δεν ήταν νέες συνθέσεις, ήταν παραφράσεις (νέα κείμενα σε γνωστές μελωδίες) ή παραλλαγές παλαιότερων γνωστών μελωδιών. Η ψαλμωδία ήταν συλλαβική (σε κάθε συλλαβή μία ή δύο νότες) και μονοφωνική (όλοι τραγουδούσαν την ίδια μελωδία).
Εξαιτίας των διωγμών δεν υπήρχε τάση νεωτερισμού, η υμνογραφία παρέμεινε για αιώνες σταθερή και απλή. Σημαντικοί υμνογράφοι αυτών των πρώτων αιώνων ήταν ο Κλήμης Αλεξανδρείας (170-220), ο Ιουστίνος (φιλόσοφος και μάρτυρας, 110-165), ο Μεθόδιος (μαρτύρησε το 312) και ο Ανατολίας.
2. Από τον 4ο έως τον 8ο αιώνα
Μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330 μ.Χ.) και την καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας (379 μ.Χ.), η εκκλησιαστική μουσική άρχισε να οργανώνεται και να αναπτύσσεται πιο ελεύθερα απ' ό,τι στο παρελθόν. Μεταξύ του 4 και 7ου αιώνα η λειτουργική ζωή της εκκλησίας οργανωνόταν, οι Ιερές Σύνοδοι κανόνιζαν διάφορα λειτουργικά θέματα, και καινούριοι ύμνοι δημιουργούνταν για να καλύψουν τις νέες λειτουργικές ανάγκες. Αυτή ήταν μια μεταβατική περίοδος στην υμνογραφία, γιατί ενώ γράφονταν νέοι ύμνοι, η μελοποιοία παρέμενε σχεδόν αμετάβλητη, ακολουθώντας τους κανόνες των προηγούμενων αιώνων, της ρυθμικής πρόζας, και παλαιότερων μελωδιών. Τα μοναστήρια απέφευγαν την ψαλμωδία κατά τη λειτουργία, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ανατολής η υμνογραφία άρχισε να αναπτύσσεται πέρα από την υπάρχουσα ψαλτική παράδοση. Υπήρχε συντηρητική στάση απέναντι στην μελοποιοία, σταθεροποιήθηκαν οι μελωδίες συγκεκριμένων ύμνων, και συνέχισε να καλλιεργείται η ανωνυμία του συνθέτη.
Παρ' όλα αυτά γνωρίζουμε κάποιους σημαντικούς συνθέτες αυτής της περιόδου, όπως τον Συνέσιο τον Κυρηναίο (370-413/415), τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (πέθανε το 389).
Μέχρι τον 4ο αιώνα δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ παθητικών ακροατών και ενεργητικών ψαλτών, όλοι οι πιστοί που παρακολουθούσαν τη λειτουργία έψαλαν «με μια ψυχή και μια φωνή» και η μουσική ήταν μια δραστηριότητα που αφορούσε όλους. Με την ανάπτυξη της μελοποιίας οι εκκλησίες άρχισαν να διορίζουν ψάλτες, γιατί δεν ήταν δυνατό το εκκλησίασμα να απομνημονεύσει όλες τις νέες συνθέσεις. Παρ' όλα αυτά καθήκον του ψάλτη ήταν να καθοδηγεί με κινήσεις του χεριού (νεύματα) το εκκλησίασμα και να προτρέπει τις απαντήσεις.
Από τον 5ο αιώνα κι έπειτα οι νέες μελωδίες άρχισαν να απελευθερώνονται και πολλά στοιχεία της κοσμικής μουσικής επηρέασαν τη μουσική της εκκλησίας. Επειδή οι Πατέρες της εκκλησίας πίεζαν για πιο σεμνές μελωδίες και κλίμακες, οι ιερείς άρχισαν να συνθέτουν όχι μόνο στίχους, αλλά και μελωδίες σε απλό στιλ, αποφεύγοντας δάνεια από την κοσμική μουσική. Νέα μουσικά είδη δημιουργήθηκαν σ' αυτή την περίοδο, όπως οι ωδές, το τροπάριο, το κοντάκιο, αλλά οι συνθέσεις μελωδιών συνέχισαν να είναι αρκετά απλές. Σ' αυτή την περίοδο η εκκλησιαστική μουσική διαδόθηκε στη Δυτική Ευρώπη, και αναπτύχθηκε σταδιακά σε Γρηγοριανό μέλος. Γνωστοί μελοποιοί της περιόδου είναι ο Άγιος Ανατόλιος (-485), ο Ρωμανός ο Μελωδός (5ος- 6ος αιώνες), ο Ανδρέας ο Κρης (660-740), ο Σέργιος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (7ος αι.).
Τα τροπάρια είχαν νέα απλά κείμενα με παρεμβολές ψαλμικών στίχων και εύκολες μελωδίες. Τα κοντάκια αποτελούνται από μία εισαγωγή και 20-40 όμοιες στροφές (οίκους). Γνωστό κοντάκιο είναι ο Ακάθιστος Ύμνος προς την Παρθένο που αποδίδεται στο Ρωμανό το Μελωδό.

 3. Από τον 8ο ως τον 11ο αιώνα
Η περίοδος ανάμεσα στον 8ο και 11ο αιώνα είναι η περίοδος όπου το κέντρο της χριστιανικής εκκλησιαστικής υμνολογίας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη και χρησιμοποιούνται περισσότεροι μουσικοί νεωτερισμοί. Αυτή η περίοδος είναι συνυφασμένη με μια ακμή σε πολλές εκφάνσεις της τέχνης, λογοτεχνίας και μουσικής. Τα μοναστήρια έγιναν τα κέντρα της υμνολογίας και οι μοναχοί δραστηριοποιήθηκαν στη σύνθεση ύμνων εγκαινιάζοντας νέους πειραματισμούς στην εκκλησιαστική ψαλμωδία. Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (7ος-8ος αι.), νεωτεριστής της χριστιανικής υμνογραφίας, κατάφερε να ελευθερώσει την εκκλησιαστική μουσική από κοσμικές επιδράσεις και να συστηματοποιήσει τις κλίμακες σε τρόπους ή ήχους που οδήγησαν στην οκτώηχο, όπως χρησιμοποιείται έως σήμερα. Είναι επίσης γνωστός κυρίως για το ότι επινόησε τον κανόνα.
Ο Κανών είναι σύνθεση ύμνων που αποτελείται από εννέα ωδές, οι οποίες δένουν η μια με την άλλη ως νόημα. Κάθε ωδή αποτελείται από ένα αρχικό τροπάριο (τον ειρμό), που ακολουθείται από τρία ή τέσσερα άλλα τροπάρια με διαφορετικό κείμενο αλλά ίδιο μέτρο και μουσική. Οι εννέα ειρμοί ακολουθούν άλλο μέτρο, επομένως ένας κανόνας αποτελείται από εννέα αυτόνομες μελωδίες.
Τον 10ο αι. τα βιβλία της εκκλησίας είχαν γεμίσει από ύμνους για κάθε λειτουργική εκδήλωση, ώστε η ανάγκη για νέους ύμνους περιορίστηκε, ενώ το ενδιαφέρον στράφηκε στην ανάπτυξη της μελωδίας. Ο ’Αγ. Ιωάννης Δαμασκηνός προώθησε πολλά βασικά χαράκτη­ριστικά της μονο­φωνικής εκκλησιαστικής μουσικής. Δημιούρ­γησε πιο μελωδική (μελισματική) ψαλμωδία, εκτός του υπάρχοντος μονοφωνικού και λιγότερου μελισματικού στιλ και εφηύρε ένα είδος σημειογραφίας σε στίχους και μελωδίες. Έτσι ενώ μέχρι τον 8ο΄ αι. υπήρχε μόνο το ειρμολογικό (ένας φθόγγος σε κάθε συλλαβή) και το στιχηραρικό είδος (μια μικρή μελωδική πλοκή σε κάθε συλλαβή), ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δημιούργησε το παπαδικό είδος, που ήταν το πιο αναλυτικό και μελωδικό από όλα. Επίσης συνέθεσε χερουβικά, κοινωνικά, αλληλουάρια, κρατήματα, πολυελέους κλπ.
Άλλοι μελοποιοί της εποχής ήταν ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), ο Θεοφάνης ο Γραπτός (759 - 845/850), Σοφρώνιος Πατριάρχης Ιερουσαλήμων, η Κασσιανή μοναχή, ο άγιος Μεθόδιος (-846), ο άγιος Ιωσήφ ο Στουδίτης (-883), ο Μητροφάνης (-910), ο Φώτιος (-891), ο Λέων ο Στ΄ ο Σοφός (περ.886-916) και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ο αυτοκράτορας (περ. 917-959). Έκτοτε η εκκλησιαστική μουσική του Βυζαντίου γνώρισε και άλλη ανάπτυξη και συστηματοποιήθηκε η μουσική σημειογραφία. Η ανάπτυξη συνέχισε και μετά την πτώση του Βυζαντίου. Το 19ο αιώνα υπέστη μεταρρύθμιση και παραμένει ζωντανή έως τις μέρες μας.

Μορφές ύμνων
Παράλληλα με την απλή ψαλμωδία άνθησαν οι πρώτες μορφές ύμνων: τροπάριο, κοντάκιο και κανών
.
       Tο τροπάριο (από το τρόπος) αναπτύχθηκε κυρίως τον 5ο αι.: βασίζεται σε νέα, απλά και εύκολα να μελοποιηθούν κείμενα, των οποίων οι στίχοι παρεμβάλλονται μεταξύ των ψαλμικών στίχων. Aργότερα τροπάρια ονομάζονται και οι αυτούσιοι εκκλησιαστικοί ύμνοι.

       κοντάκιαείναι ύμνοι με πολλές στροφές (οίκους), τα κείμενα και οι μελωδίες των οποίων γράφτηκαν από τον Σωφρόνιο των Ιεροσολύμων, τον Σέργιο του Βυζαντίου και κυρίως τον Pωμανό το Μελωδό από τη Συρία τον 6ο αι. (πρότυπο ο Eφραίμ ο Σύρος, 4ος αι.). Mετά από μια εισαγωγή (κουκούλιον ή προοίμιον) ακολουθούν 20 έως 40 όμοιες στροφές (οίκοι). Περίφημος είναι ο αφιερωμένος στην Παρθένο Aκάθιστος Ύμνος αγνώστου που αποδόθηκε στον Pωμανό το Μελωδό με 24 στροφές και με ακροστιχίδα το αλφάβητο.

       O κανών γεννήθηκε τον 7ο-9ο αι. Bασίζεται στα νέα βιβλικά άσματα ή Ωδές, όπως η Ωδή αρ. 3, ο ύμνος της Aγ. Άννας ή η αρ. 9, το "Eμεγαλύνθη η ψυχή μου" της Παναγίας. Kάθε ωδή ακολουθείται από πολλές στροφές (ειρμούς) που ψάλλονται με την ίδια μελωδία (τρόποι). Oι γνωστότεροι ποιητές κανόνων ήταν ο Αγ. Aνδρέας ο Κρής (660-740 μ.Χ.) του οποίου ο μεγάλος κανών περιλαμβάνει 250 ειρμούς και ο Αγ. Iωάννης ο Δαμασκηνός (676-750 περ.).

Για την εποχή του Αγ. Εφραίμ είναι αποδεδειγμένη η τεχνική της παράφρασης, δηλαδή γράφονταν νέα κείμενα πάνω σε γνωστές παλαιότερες, ακόμη και κοσμικές μελωδίες. Oι ύμνοι της εποχής της άνθησης (5ος-7ος αι.) είχαν πάντα τις δικές τους μελωδίες, που αργότερα πολλές φορές δεν μελοποιούνταν από τους ποιητές αλλά από μελουργούς. Όπως το κείμενο, που θεματολογικά και τυπολογικά ακολουθούσε την παράδοση χρησιμοποιώντας σταθερούς τύπους, έτσι και η μελοποίηση παραμένει κοντά στο παραδοσιακό τυπικό χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα μελωδικά γυρίσματα, σχήματα και πτώσεις.

Άλλες μορφές ύμνων είναι τα απολυτίκια (που αναφέρονται σε αγίους και εορτές), τα καθίσματα, τα εξαποστειλάρια, οι πολυέλεοι,τα λειτουργικά (ύμνοι της θείας λειτουργίας όπως τα χερουβικά και κοινωνικά), τα στιχηρά προσόμοια (που αποτελούν τυποποιημένες μελωδίες που εφαρμόζονται σε διαφορετικούς στοίχους) και τα ιδιόμελα (που είναι αυτόνομες συνθέσεις με ίδιον=δικό τους μέλος).

Η κοσμική μουσική

Πηγές πληροφοριών για την κοσμική μουσική
Γνωρίζουμε λίγα πράγματα για την κοσμική μουσική του Βυζαντίου. Υπάρχουν κάποιες περιγραφές μουσικής του παλατιού σε βιβλίο του Κωνσταντίου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-959) του 10ου αιώνα. Επίσης απεικονίζονται όργανα και σύνολα κοσμικής μουσικής σε τοιχογραφίες μοναστηριών στην Ελλάδα (Μονή Μεγάλης Λαύρας και Σταυρονικήτα, Μονή Λούκους στο ’Αστρος, Μονή Φιλανθρωπηνών στα Ιωάννινα και Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα) και σε εκκλησιαστικά χειρόγραφα (κώδικες). Κομμάτια κοσμικής μουσικής είναι σπάνια στα βυζαντινά χειρόγραφα. Από τις πηγές μας διαπιστώνουμε ότι υπήρχε πολύ μουσική σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, όπως σε χορούς, πανηγύρια, θέατρα και παντομίμες, στον ιππόδρομο, σε αθλητικούς αγώνες, δεξιώσεις και τις εκδηλώσεις του παλατιού. Στο παλάτι υπήρχαν μάλιστα και αυστηρές τελετουργίες αντίστοιχες με τις εκκλησιαστικές.

H κοσμική μουσική στην αυτοκρατορική αυλή στο Bυζάντιο είναι όπως και η εκκλησιαστική συνδεδεμένη με αυστηρές τελετουργίες. Δεν έχει διασωθεί η ίδια αλλά περιγραφές τις όπως π.χ. στο Βιβλίο των Τελετουργειών του Κων/νου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-59). Μουσικά πρέπει να ήταν παρόμοια με την εκκλησιαστική μουσική επειδή χρησιμοποιείται το ίδιο σύστημα ήχων, οι ίδιοι ρυθμοί και οι ίδιοι τρόποι απόδοσης. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αντιφωνικές χορωδίες, τραγούδια με οργανική συνοδεία αλλά και το εκκλησιαστικό όργανο ως καθαρά κοσμικό όργανο (στην εκκλησιαστική μουσική απαγορεύονται τα όργανα μέχρι και σήμερα), το οποίο και μεταφέρθηκε στη Δύση ως δώρο στον Αυτοκράτορα Πιπίνο το 757μ.Χ.
 
Μουσικά Όργανα
Τα όργανα την εποχή του Βυζαντίου ήταν παρόμοια με τα όργανα των αρχαίων χρόνων, 
έπαιζαν και άντρες και γυναίκες που λέγονταν παιγνιώτες. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη μουσικών συνόλων και συναντιόνται και τα δύο στη μουσική του παλατιού: σύνολο πνευστών-κρουστών (μπάντα) και σύνολο εγχόρδων. Τα όργανα που αναφέρονται στις μπάντες του παλατιού ήταν σάλπιγγες, κέρατα (βούκινα), αυλοί (πιο κοντά στο ζουρνά), φλογέρες (σύριγγες ή σουραύλια), σείστρα ή κρόταλα, κύμβαλα και τύμπανα. Τα όργανα που συναντούσαμε σε σύνολα εγχόρδων ήταν Βυζαντινά λαούτα (πανδουρίς), ψαλτήριο (κανονάκι), άρπα, λύρα (λεγόταν και κιθάρα), τέσσερα μεγέθη ταμπουρά, τρίχορδη ταμπούρα, ο Καππαδοκικός κεμεντζές (ποντιακή λύρα), η αχλαδόσχημη λύρα και βυζαντινά βιολιά. Ακόμα χρησιμοποιούνταν το όργανο που αντικατέστησε την αρχαία ύδραυλι. Το όργανο αυτό το έκανε δώρο τον 8ο αι. ο Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος στον Πιπίνο και Καρλομάγνο και έτσι διαδόθηκε στη δύση ως εκκλησιαστικό όργανο. Στα μοναστήρια χρησιμοποιούσαν κουδούνια και σήμαντρα.

Μονοφωνία ή ετεροφωνία
 Τα μουσικά παραδείγματα που έχουν διασωθεί είναι μονοφωνικά, αλλά η ετεροφωνία (συνοδεία μιας μελωδίας με παραλλαγές της και στολίδια) ήταν γνωστή στο Βυζάντιο και χρησιμοποιούνταν. Επίσης χρησιμοποιούσαν τα ισοκρατήματα, όπως και στην εκκλησιαστική μουσική.

Είδη μουσικής

Υπήρχαν
πολυχρόνια για τους πατριάρχες και αυτοκράτορες.

Μουσική στα συμπόσια όπου έπαιζαν πνευστά ή έγχορδα όργανα. Τα συμπόσια ήταν γιορτές παρόμοιες όπως στην αρχαιότητα. Υπήρχαν και πολλές γυναίκες μουσικοί.


Τερετίσματα (συλλαβές που άρχιζαν από ρο ή ταυ και ακολουθούσε φωνήεν). Κάθε φράση από τετερίσματα λεγόταν κράτημα και σήμερα τα ακούμε συχνά στην εκκλησία. Παρόμοιες μελωδίες υπήρχαν σε άλλες περιστάσεις έξω από την εκκλησία.

Δημοτικά τραγούδια, όπως για παράδειγμα τα ακριτικά που θεωρούνται τα παλαιότερα από τα γνωστά δημοτικά τραγούδια. Είχαν πολιτικά θέματα και ήρωες τους ακρίτες που ήταν οι φύλακες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Χορευτική μουσική για χορούς, παντομίμες, θεατρικές παραστάσεις, κ.λ.π. 

Δεν γνωρίζουμε συνθέτες κοσμικής μουσικής αυτής της περιόδου. Από μεταγενέστερα χρόνια γνωρίζουμε ότι ο
Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορονές και ο Ιωάννης Γλυκής έγραψαν και κοσμική μουσική. Προς το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η κοσμική μουσική έγινε πιο αποδεκτή από την εκκλησία. 

“Ω! γλυκύ μου έαρ”

“Χριστός Ανέστη εκ νεκρών”


Ε λ λ η ν ι κ ή     Π α ρ α δ ο σ ι α κ ή     Μ ο υ σ ι κ ή

Η ελληνική παραδοσιακή μουσική ή αλλιώς «δημοτική μουσική» όπως συνηθίζεται να λέγεται, περιλαμβάνει όλα τα τραγούδια, σκοπούς και ρυθμούς των ελλαδικών περιοχών (πλην των νεότερων αστικών). Πρόκειται για συνθέσεις που στην συντριπτική πλειοψηφία τους είναι άγνωστοι οι δημιουργοί τους, έχουν ζωή περισσότερο από έναν αιώνα ενώ οι ρίζες τους ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο και την αρχαιότητα.
Δεν πρόκειται για ένα είδος αλλά πολλά, που χαρακτηρίζονται συνήθως από την περιοχή στην οποία παίζονται ή από την οποία κατάγονται (νησιώτικα, ηπειρώτικα, ποντιακά) και συχνά συγγενεύουν με τη μουσική των όμορων λαών. Εκτός από τις περιοχές, τα παραδοσιακά τραγούδια και σκοποί μπορούν να ταξινομηθούν με βάση το περιεχόμενό τους και την περίσταση στην οποία παίζονται (αποκριάτικα, του γάμου, της ξενιτιάς) ή τα μουσικά, ρυθμικά, δομικά και φιλολογικά τους χαρακτηριστικά (στροφικά, επτασύλλαβα, καρσιλαμάδες).
Με κριτήριο το νοηματικό περιεχόμενο, τα δημοτικά τραγούδια χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη μεγάλη κατηγορία έχει σαν κύριο θέμα της την ανθρώπινη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της. Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία περιλαμβάνει τα αφηγηματικά τραγούδια, που σαν θέμα τους έχουν μια ιστορία, είτε πραγματική, είτε φανταστική.

α) Ανθρώπινη Ζωή
Ο Άνθρωπος Τραγουδά Προσωπικά!
Κοινό χαρακτηριστικό θεμάτων αυτής της κατηγορίας είναι το προσωπικό πάθος και η προσωπική συμμετοχή. Ο άνθρωπος τραγουδά το προσωπικό του βίωμα, άλλοτε μονολογώντας και άλλοτε σαν μέλος του χορού ενός θιάσου. Ο έρωτας, η στοργή, ο θρήνος για τον χαμό προσφιλούς προσώπου, η άποψη για τον κόσμο και τους άλλους, αποτελούν πεδίο προσωπικής έκφρασης, άλλοτε λυρικής και άλλοτε κριτικής. Από την άλλη, στις γιορτές, στο παιχνίδι, στη δουλειά. στις κοινές χαρές και στις θλίψεις, ο άνθρωπος ενώνει τη φωνή του με τους συνανθρώπους του.
1.    Εορταστικός κύκλος
       κάλαντα δωδεκαημέρου
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του 1927

Κάλαντα Ικαρίας -Έθιμο του Αϊ Βασιλίου

       αποκριάτικα
“Πώς το τρίβουν το πιπέρι” -Αποκριατικό τραγούδι

Άρθρο για τα αποκριάτικα τραγούδια της Δόμνας Σαμίου

       πασχαλινά  (βαΐτικα, μοιρολόγια Παναγιάς, λαμπριάτικα)
       εορταστικά διάφορα
2.    Προσωπική – οικογενειακή - κοινωνική  ζωή
       ερωτικά (ή της αγάπης)
       γάμου (ή νυφιάτικα)
“Σήμερα γάμος γίνεται” -Ηπειρώτικα τραγούδι του γάμου

“Σήμερα γάμος γίνεται” -Νησιώτικο τραγούδι του γάμου

“Σκοπός του γάμου” -Νησιώτικο

       μοιρολόγια
Ηπειρώτικο πολυφωνικό -Τραγούδια του Χάρου

       της ξενιτιάς
“Μαύρα μου χελιδόνια” - Πολυφωνικό

“Μαύρα μου χελιδόνια” - Μοντέρνα διασκευή

“Τζιβαέρι”-Παραδοσιακό

       νανουρίσματα
“Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά”


“Τουρνανά μωρή σουσού”
"Νανούρισμα"  Αρετή Κετιμέ


       παιδικά – τραγούδια του παιχνιδιού
    "Δεν περνάς κυρά Μαρία"

Ήταν ένα μικρό καράβι"



"Χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ"

3.    Θυμοσοφικά
       γνωμικά
       σατιρικά (σκωπτικά, περιγελαστικά)
"Ένας Γάδαρος ψαρρός"

"Να 'μουν νύχτα στο γυαλό"  Δόμνα Σαμίου



4.    Εργατικα
Σε πολλές περιπτώσεις, επειδή ορισμένοι κύκλοι γεωργικών, ποιμενικών και ναυτικών εργασιών σχετίζονται με εορτές (π.χ. σπορά – εορτή Αγίου Δημητρίου,) δεν είναι σπάνιο το να συναντήσουμε τραγούδια που το περιεχόμενό τους να κάνει τέτοιου είδους διπλή αναφορά. Κριτήριο για την ένταξή τους στα εργατικά και όχι τα εορταστικά είναι καθαρά η αξιολόγηση του νοηματικού βάρους της κάθε αναφοράς μέσα στο γενικό περιεχόμενο.
       γεωργικά
       ποιμενικά
       ναυτικά
“Θάλασσα λυπήσου”-παραδοσιακό Μικρασιάτικο ναυτικό

       επαγγελματικά διάφορα

β) Αφηγηματικά
Ο άνθρωπος τραγουδά την ιστορία και το μύθο
Στην κατηγορία αυτή των τραγουδιών, ο άνθρωπος σαν πρόσωπο περνάει στο ρόλο του παρατηρητή. Μιλά γι΄ αυτά που δεν ανήκουν στα δικά του μέτρα., γι αυτά που συνέβησαν πέρα από το ταπεινό πεδίο της προσωπικής του δράσης και της προσωπικής του συμμετοχής. Οι πρωταγωνιστές αυτών των τραγουδιών είναι, είτε τα σημαντικά γεγονότα, είτε τα σημαντικά πρόσωπα. Άλλοτε η βάση των θεμάτων αυτής της κατηγορίας είναι ιστορική, άλλοτε φανταστική ή καλύτερα μυθική. Ο τραγουδιστής – καθημερινός άνθρωπος, παραμένει στην άκρη θαυμαστής και συνάμα αδύναμος να παρέμβει. Ακόμα κι όταν μιλά σε πρώτο πρόσωπο, απλώς υποδύεται τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας που αφηγείται. Για τον εαυτό του κρατά το δίδαγμα.
1.    Ιστορικά
       ιστορικών προσώπων
Παραδοσιακό Μακεδονίας για το Μακεδονομάχο Παύλο Μελά



       ιστορικών γεγονότων
Mitzintei vrute- Κεφαλόβρυσο αγαπημένο” Στο Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου ( Μιτζιντέι ), το γεγονός της καταστροφής του χωριού από τα γερμανικά στρατεύματα το 1943, στάθηκε η αφορμή για την δημιουργία του τελευταίου βλάχικου δημοτικού τραγουδιού, ενός τραγουδιού που αγκαλιάστηκε και αγαπήθηκε από όλο τον βλαχόφωνο Ελληνισμό.

«Εάλω η Πόλις» στη μνήμη της Άλωσης της Πόλης

“Σαράντα Παλικάρια”- 25 Μαρτίου 1821  τραγουδά η Ειρήνη Παπά

Τρία καράβια -Ιστορικό παραδοσιακό τραγούδι Θράκης και Ιωνίας


“Καίκε ένα σχολείο”-Παραδοσιακό για την καταστροφή τςη Σμύρνης



Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 1910Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από το Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε "Τραγουδίστρια της Νίκης" εξαιτίας των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευσε κατά τη διάρκεια του Ελληνοιταλικού πολέμου του 1940.

Μοναδικό ντοκουμέντο-Σοφία Βέμπο



“Παιδιά της Ελλάδος , παιδιά”- Σοφία Βέμπο



       τρόπου ζωής ιστορικών περιόδων
2.    Δραματικά
       Παραλογές
       Έμμετρα μυθιστορήματα  

Τοπικές Μουσικές Παραδόσεις

Ελληνική μουσική παράδοση της Κ.Ιταλίας

"Ώρια μου ροντινέντα", παραδοσιακό τραγούδι των ελληνόφωνων περιοχών της Κάτω Ιταλίας (Magna Grecia). Η γλώσσα του τραγουδιού είναι μείξη ελληνικών και ιταλικών λέξεων, που αποδίδεται στη διάλεκτο 'Grekani' των κατοίκων της περιοχής. Ερμηνεύουν οι αδελφές Βουγιουκλή (Ελένη και Σουζάνα) http://www.vougioukli.gr/, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης. "Oria mou Rodinedda", canti tradizionali dei villaggi greco-parlando del Sud Italia. Interpretata da Eleni e Souzana Vougioukli durante un live show in televisione greca.





“Καληνύφτα”-Ένα από τα ελληνόφωνα τραγούδια της Κάτω Ιταλίας που είναι σήμερα οι κύριοι φορείς της παράδοσης της γκρεκάνικης γλώσσας του griko



“Άντρα μου παέι”- “Adramu pai”- ελληνόφωνο της Κ.Ιταλίας, ερμηνεύει η Μαρινέλλα



Ηπειρώτικα τραγούδια
            Η ηπειρώτικη μουσική διακρίνεται πανελλήνια από το αρμονικό και μελωδικό χρώμα που την περιβάλλει: οι μελωδικές γραμμές είναι σύντομες, ο ήχος είναι λυπητερός, ακόμα και τα τραγούδια με εύθυμο σκοπό ή με σατυρικό περιεχόμενο ηχούν "βαριά". Η άγρια λιτότητα του ορεινού τοπίου δεν μπορούσε παρά ν' αντανακλάται στην αποφυγή κάθε περιττής πληθωρικότητας, ακόμα κι όταν ο καλλιτέχνης καταγίνεται στα τόσο χαρακτηριστικά στολίδια και τσακίσματα.

“Σε τούτη τάβλα που'μαστε” -Λάκης Χαλκιάς


Ηπειρώτικο κλαρίνο


“Αλησμονώ και χαίρομαι” -Πολυφωνικό

“Ο ήλιος βασιλεύει” και “Το φεγγάρι κάνει βόλτα” ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου

“Ο ήλιος βασιλεύει” και “Το φεγγάρι κάνει βόλτα” -διασκευή Ελένη Τσαλιγοπούλου

“Στης Πάργας τον ανήφορο”

“Καίγομαι και σιγολιώνω”

“Χαλασιά μου”

“Άσπρο τριαντάφυλλο κρατώ”

“Στης πικροδάφνης ανθό”-Λάκης Χαλκιάς

“Στης πικροδάφνης τον ανθό”-διασκευή Μιχάλης Χατζηγιάννης

“Παιδιάς της Σαμαρίνας” (250 παληκάρια από τη Σαμαρίνα θυσιάστηκαν στην έξοδο του Μεσολογγίου) ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου

“Παιδιάς της Σαμαρίνας”-ερμηνεύει η Νάνα Μούσχουρη, Ηρώδειο 2008

Βλάχικα τραγούδια
            Οι Βλάχοι  http://www.vlahoi.net/  είναι λαοί της Βαλκανικής (Ελλάδα κυρίως, Αλβανία, Π.Γ.Δ.Μ, Σερβία και Ρουμανία) που χρησιμοποιούν λατινογενείς γλώσσες όπως η Αρωμουνική, η Βλαχομογλενίτικη και η Ιστρορουμάνικη. Όσον αφορά την καταγωγή τους η κύρια άποψη είναι ότι αποτελούν εκλατινισθέντες αυτόχθονες ελληνικούς πληθυσμούς, με κοιτίδα τους την Ήπειρο και την Μακεδονία,υπάρχουν παρόλα αυτά διαφορετικές απόψεις για την καταγωγή τους.

“Dumenica tahina”


“Lele lia dado”



Μουσική της Θράκης

“Μαύρο μου χελιδόνι”

“Μπάτε κουρίτσια στο χορό”

“Λαλεί αηδονάκιμ λαλεί”

“Βασιλικούδα”

Πιτραδιώτ' χαρά θα κάμουν”

Ο Παπαθανάσης και ο βοσκός Τάσος τραγουδούν θρακιώτικα

“Δω στα λιανοχοτραγούδια”

“Αγαπώ μια συμπεθέρα”


Μουσική της  Μακεδονίας

"Τι' θέλα και σ' αγαπούσα"

"Τα νταούλια κρουν"-Νικήσιανη Καβάλας

Μητσιάς-Χατζηνάσιος ερμηνεύουν θρακιώτικα

“Μια γαλάζια περιστέρα”

“Βιργινούδα”

“Άνοιξαν τα δέντρα”

“Ο λε λε λε”

“Αρκάδι”

“Γερακίνα”-ερμηνεύει η Μελίνα Κανά

“Η γερακίνα”


Η μουσική του Πόντου
http://www.youtube.com/watch?v=6kVCnxd_MVI

Μουσική της Θεσσαλίας

Μουσική της Πελοποννήσου

Νησιώτικα τραγούδια

Κρητική μουσική

Η Χάρις Αλεξίου τραγουδάει δημοτικά τραγούδια


Ν ε ό τ ε ρ ο    α σ τ ι κ ό     τ ρ α γ ο ύ δ ι
Στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, από την απελευθέρωση και ύστερα, αναπτύχθηκαν διάφορα ήδη δημοφιλούς μουσικής. Άλλα είχαν επιρροές από δυτικά Αστικά κέντρα και στυλ και άλλα (ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή) από ανατολικά.
Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα αντιπροσωπευτικότερα δημοφιλή μουσικά ήδη που αναπτύχθηκαν στα Ελληνικά αστικά κέντρα καθώς και αυτά που έχουν επιρροές από τα αστικά κέντρα άλλων χωρών.
       Ρεμπέτικο
       Καντάδα
       Ελληνικό Ροκ
       Ελληνικό Hip-Hop

Ρεμπέτικο τραγούδι
 Η γέννηση του ρεμπέτικου τραγουδιού
Το ρεμπέτικο τραγούδι, είδος αστικού τραγουδιού, φαίνεται ότι γεννήθηκε στην αναπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά Σμύρνη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα Το μουσικό ύφος που διαμορφώθηκε στην πόλη, φέρει επιδράσεις από Δύση και Ανατολή αφού συναντάμε από δυτικού τύπου μαντολινάτες έως και ανατολίτικου ύφους ορχήστρες με βιολιά, σαντούρια, ούτια, πολίτικες λύρες κ.α. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 διαδόθηκαν ταχύτατα οπουδήποτε υπήρχαν Έλληνες.
Έτσι δημιουργήθηκαν εστίες κατ’ αρχήν στην Κωνσταντινούπολη η οποία διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου μουσικού ύφους στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξάνδρεια αλλά και μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής από όπου έχουμε και μια παρακαταθήκη μοναδικών ηχογραφήσεων ρεμπέτικων τραγουδιών από το 1900 και μετά.
Τα καφέ αμάν
Εργαλείο διάδοσης αποτέλεσε επίσης η μετάκληση μουσικών από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη στα αστικά κέντρα του ελληνικού κράτους. Οι μουσικοί αυτοί εκτελούσαν τα τραγούδια τους σε μουσικά καφενεία, τα λεγόμενα καφέ – αμάν, αλλά και σε μάντρες και εξέδρες ενθουσιάζοντας το κοινό. Τα καφέ - αμάν άκμασαν, ιδιαίτερα στην Αθήνα, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με αποκορύφωμα την χρονική περίοδο 1886 - 1896. Το όνομά τους, όπως και η ονομασία «αμανές»  για το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, προέκυψε από την συχνή επανάληψη της λέξης «αμάν» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει έλεος.
 
Τα λιμάνια ως σταθμοί μετεγκατάστασης του ρεμπέτικου
Τα λιμάνια όπως είναι φυσικό αποτέλεσαν σταθμούς «μετεγκατάστασης» και ανάπτυξης του είδους, κυρίως της Ερμούπολης, του Πειραιά, της Καβάλας, του Ηρακλείου Κρήτης κ.ά. Με την άφιξη των ελλήνων της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 οι πρόσφυγες πλέον, σπουδαίοι μουσικοί και τραγουδιστές, συνεργαζόμενοι με τους ντόπιους μουσικούς διαμόρφωσαν οριστικά το ρεμπέτικο μουσικό ύφος.
Οι συνθέτες – οι τραγουδιστές
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπηρετήθηκε από σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Μήτσος Σέμσης, Παναγιώτης Τούντας, Γιώργος Μπάτης, Μαρίκα Παπαγκίκα, Στελλάκης Περπινιάδης, Ρόζα Εσκενάζυ, Δημήτρης Γκόγκου, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας

Αναφορές τραγουδιών
Μελετώντας τα ποιητικά κείμενα των ρεμπέτικων τραγουδιών οι θεματολογίες που ανακαλύπτει κανείς είναι πολλές. Έτσι έχουμε ρεμπέτικα που αναφέρονται σε
 
       γυναικεία ονόματα (Η Ελένη η ζωντοχήρα [Τσαούς], Μαρίκα χασικλού [Παπάζογλου], Μάρω [Χατζηχρήστος], Βαγγελίτσα [Παπαϊωάννου]),
       τραγούδια χιουμοριστικά (Στου Λινάρδου την ταβέρνα [Τούντας], Η Ελένη η ζωντοχήρα [Τσαούς]),
       τραγούδια με αναφορές σε επαγγέλματα (Ο θερμαστής [Μπάτης], Ο Αντώνης ο βαρκάρης [Περιστέρης], Το χασαπάκι [Εσκενάζυ], Αμαξάς [Χατζηχρήστος], Ξεκινά μια ψαροπούλα [Μπαγιαντέρας], Η ξανθιά μοδιστρούλα [Παπαϊωάννου])
       τραγούδια ερωτικά (Δεν σε θέλω πια, Θα σπάσω κούπες [Ανάμνηση Σμύρνης], Τα κομμένα τα μαλλιά σου [Αμερική], Ποιος είμαι δεν θυμάσαι [Σκαρβέλης], Αμάν Κατερίνα μου [Τούντας], Τούρνα και τούρνα [Νταλγκάς], Δυο μαύρα μάτια γνώρισα [Παγιουμτζής], Μ΄ έχεις μαγεμένο [Μπαγιαντέρας], Φραγκοσυριανή, Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, Αλεξανδριανή [Βαμβακάρης])
       τραγούδια με αναφορές στα ναρκωτικά, τα λεγόμενα χασικλίδικα (Μινόρε του Ντεκέ, Μεσ’ στου Μάνθου τον τεκέ [Αμερική], Μανόλης ο χασικλής [Ογδοντάκης], Μαρίκα χασικλού [Παπάζογλου], Ηρωίνη και μαυράκι [Περπινιάδης])
       τραγούδια με ιστορικές αναφορές κυρίως στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο (Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι [Καλδάρας], Άκου Ντούτσε μου τα νέα [Τούντας])

Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και ύστερα τα ρεμπέτικα γνώρισαν αναβίωση, έγιναν αντικείμενο ευρύτερης λαϊκής αποδοχής και μελέτης από κοινωνιολόγους ιστορικούς και μουσικολόγους.

Επτανησιακή και Αθηναϊκή καντάδα
Τα Επτάνησα έως τον 19ο αιώνα
Τα Επτάνησα αποτελούν για τον ελλαδικό χώρο μια νησίδα πολιτισμού με αρκετές ιδιαιτερότητες, αφού τα νησιά αυτά δεν γνώρισαν παρά ελάχιστη οθωμανική κατοχή κι αυτή μόνο στη Λευκάδα, ενώ αποτέλεσαν κτήσεις της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας με πρώτη την Κέρκυρα, ήδη από το 1386  Έτσι λοιπόν η ιταλική επιρροή στη μουσική ζωή της Επτανήσου είναι προφανής και έντονη. Τα Επτάνησα ήλθαν σε επαφή με την έντεχνη – λόγια μουσική της δύσης και το μουσικό ύφος που αναπτύχθηκε, ακόμα και στην λαϊκή μουσική, υπακούει σε μεγάλο βαθμό στους κανόνες της δυτικής αρμονίας.
Η επτανησιακή καντάδα
Έξοχο δείγμα επτανησιακού λαϊκού αστικού τραγουδιού είναι η καντάδαΤο όνομά της προέρχεται από το λατινικό ρήμα cantare που σημαίνει τραγουδώ. Οι καντάδες χαρακτηρίζονται από τη δυτική πολυφωνία τύπου πρίμο – σεκόντο – μπάσο και η κάθε φωνή εκτελείται συνήθως από πολλά πρόσωπα και όχι «σόλο». Αρκετές δημιουργήθηκαν από συνθέτες που κατά κύριο λόγο ανήκουν στην Επτανησιακή Μουσική Σχολή και στην Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σχολή (Βλέπε ενότητα για την ελληνική λόγια μουσική), όπως ο Διονύσιος Λαυράγκας, ενώ στίχους έγραψαν πολλοί ποιητές μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος Σολωμός . Για αρκετές όμως δεν γνωρίζουμε από ποιους δημιουργήθηκαν.
Οι καντάδες συνοδεύονταν συνήθως από κιθάρες και μαντολίνα, ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς τη συνοδεία οργάνων.
Η Αθηναϊκή καντάδα
Η επτανησιακή καντάδα φαίνεται να πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ένωση το 1863. Διαδόθηκε ταχύτατα και έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στα αστικά κέντρα, γεγονός που σηματοδοτεί την γέννηση της Αθηναϊκής καντάδας, που συνδέεται με τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα , όπως Γεώργιος Δροσίνης , Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ιωάννης Πολέμης κ.λπ.
Η Αθηναϊκή καντάδα δημιουργήθηκε, καλλιεργήθηκε και εξελίχθηκε παράλληλα με το Αθηναϊκό τραγούδι (βλέπε σχετική ενότητα)Αθηναϊκές καντάδες συνέχισαν να γράφονται, ευνοημένες από το ρομαντικό κλίμα της εποχής, μέχρι και την δεκαετία του 1930
Η Αθηναϊκή καντάδα διαφέρει από την Επτανησιακή στο ότι η πρώτη διαθέτει λόγιο χαρακτήρα, ενώ η δεύτερη φέρει πιο έντονα το λαϊκό στοιχείο.
Πάμε να κάνουμε μια καντάδα;
Η καντάδα συνδέθηκε στενά με τη συνήθεια των νέων να τραγουδούν τα βράδια κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τα αισθήματά τους. Έτσι καθιερώθηκε η έκφραση «πάμε να κάνουμε μια καντάδα;» Ωστόσο στο ρεπερτόριο που χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό δεν περιλαμβάνονταν μόνο καντάδες, αλλά και διάφορα άλλα τραγούδια.
Επτανησιακή και Αθηναϊκή Καντάδα
 Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ιστότοποι που να ασχολούνται αποκλειστικά, ούτε καν ικανοποιητικά, με την καντάδα. Οι περισσότεροι είναι τουριστικοί ιστότοποι της Ελλάδας ή του εξωτερικού που αναφερόμενοι στις ομορφιές των νησιών του Ιονίου, αναφέρουν απλά την καντάδα ως ένα ακόμη από τα παλιά / γραφικά έθιμα του τόπου, χωρίς να ασχολούνται με την ιστορία της, τους στίχους, ή τη μορφή της, με τρόπο που θα έδινε μια ολοκληρωμένη εικόνα σε κάποιον που αναζητά πληροφορίες χωρίς να έχει ακροαματική εμπειρία του είδους. Αλλά και σε πιο ειδικούς ιστότοπους, η καντάδα εμφανίζεται μονάχα σε σχέση με άλλα, σύγχρονά της, είδη τραγουδιού.


  Κωμειδύλλιο – Αθηναϊκή επιθεώρηση – Αθηναϊκό τραγούδι - Οπερέτα
Η μουσική ζωή κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους κινείται σε δυο επίπεδα. Αφ’ ενός υπάρχει η παραδοσιακή μουσική που συνεχίζει να καλλιεργείται απρόσκοπτα στην ύπαιθρο και αφ’ ετέρου οι μετακλήσεις ευρωπαϊκών μουσικών θιάσων στα νεαρά αστικά κέντρα. Με τον τρόπο αυτό οι νεόκοποι αστοί έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ευρωπαϊκό μουσικό πολιτισμό. Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ντόπιας μουσικής και θεατρικής παραγωγής, καθώς και ο πόθος για εξευρωπαϊσμό θα οδηγήσουν στην δημιουργία του Αθηναϊκού τραγουδιού, του κωμειδυλλίου, της Αθηναϊκής επιθεώρησης  και της οπερέτας.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα τρία από τα τέσσερα είδη είναι μουσικο-θεατρικά. Η έλλειψη τεχνολογίας αποθήκευσης και αναμετάδοσης του ήχου μετατρέπει το θέατρο σε όχημα διάδοσης της μουσικής αφού μεγάλη μερίδα του κοινού πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει μουσική.
Αθηναϊκό Τραγούδι
Η πρώτη προσπάθεια που έγινε για απόκτηση τραγουδιστικού ρεπερτορίου στα αστικά κέντρα του νέου ελληνικού κράτους, χρονολογείται αρκετά χρόνια πριν το κωμειδύλλιο την επιθεώρηση και την οπερέτα. Στην ρομαντική Αθήνα των δεκαετιών 1860 και 1870 πολλά ποιήματα ποιητών όπως Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αχιλλέας Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, κ.ά. προσαρμόζονταν σε μελωδίες από ιταλικές άριες ή γερμανικά εμβατήρια και τραγουδιόνταν από τον κόσμο.



Τα πρώτα ελληνικά τραγούδια
Η συνήθεια αυτή ατόνησε όταν, προς το τέλος του 19ου αιώνα, κάποιοι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί τόλμησαν να μελοποιήσουν με δικές τους δυτικότροπες αλλά σχετικά πρωτότυπες μελωδίες τα ποιήματα των ρομαντικών ποιητών της εποχής, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ελληνικά τραγούδια που συνιστούν το λεγόμενο Αθηναϊκό τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά δημιουργούνται και λειτουργούν αυτόνομα και όχι μέσα στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης (βλ. Κωμειδύλλιο, Αθηναϊκή Επιθεώρηση, Οπερέτα).
Αθηναϊκό τραγούδι και Αθηναϊκή καντάδα
Το Αθηναϊκό τραγούδι δημιουργείται και ζει παράλληλα με την Αθηναϊκή καντάδα. Τα δυο είδη φέρουν έντονη την επιρροή του ιταλικού μπελ κάντο και της επτανησιακής καντάδας και σε πολλές περιπτώσεις υπηρετούνται από τους ίδιους δημιουργούς. Το Αθηναϊκό τραγούδι αποτελεί ένα είδος καντσονέτας άλλοτε ρομαντικής και άλλοτε εύθυμης που συνοδεύεται από πιάνο ή κιθάρα και κατά κανόνα εκτελείται σόλο ή ντουέτο (πρίμο - σεκόντο), ενώ η καντάδα είναι πολυφωνική και συνοδεύεται από μαντολίνα και κιθάρες.
Το Αθηναϊκό τραγούδι υπηρετήθηκε από τον Χρίστο Στρουμπούλη, τον Νικόλαο Κόκκινο, τον Νίκο Χατζηαποστόλου τον συνθέτη τόσων επιτυχημένων οπερέτων που υπηρέτησε πιστά και το Αθηναϊκό τραγούδι γράφοντας αυτόνομα τραγούδια που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν τον Δημήτριο Ρόδιο, τον Τίμο Ξανθόπουλο κ.ά.




Nessun commento:

Posta un commento